Λίγες σταγόνες ιστορία
Μονή Ζωοδόχου Πηγής
3 χιλιόμετρα δυτικά της Πύλης βρίσκεται η Μονή της Παναγίας (Ζωοδόχος Πηγή) κτισμένη τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Στην περίοδο ακμής της ήταν ένα μεγάλο μοναστήρι με 360 περίπου μοναχούς, οι οποίοι διέμεναν σε κρύπτες εντός αυτού. Ύστερα από ληστείες και καταστροφές (1626) που αντιμετώπισε το μοναστήρι, το 1890 πραγματοποιήθηκε αναστύλωσή του από τους κατοίκους της Πύλης. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αναστύλωσης, ήρθαν στην επιφάνεια ψηφιδωτά που κοσμούσαν τους τοίχους και τα πατώματα της Μονής καθώς επίσης λουτρώνες και μαρμαροθετήματα στην ευρύτερη περιοχή.
Λουτρά Ζωοδόχου Πηγής


Γύρω από τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής υπάρχει λουτρό του 13ου αιώνα μ.Χ. με εμβαδόν 30 τ.μ. και ύψος 3 μ. που παρήγε κρύο νερό για χρήση από τους τότε μοναχούς.
Ενετικός πύργος - Προφήτης Ηλίας
Η γέφυρα του Γκέλη
Βρίσκεται στον ποταμό Ασωπό, πλησίον της Ραμπτώσας. Χτίστηκε κατά την τουρκοκρατία γύρω στο 1700.
Από αρχαιολογικές έρευνες που διενεργήθηκαν στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων κατά τα έτη 1986 – 1990, από τον καθηγητή του Πανεπιστήμιου STANFORD της Αμερικής κ Μαρκ Μαν και από ευρήματα του , κατά τις έρευνες αυτές , διαπιστώθηκε ότι το οροπέδιο κατοικήθηκε αδιαλείπτως από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Ειδικότερα κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την Παλαιολιθική και Νεολιθική εποχή, τους Κλασικούς, Ελληνιστικούς, Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους και ακόμη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας έως και σήμερα, με 26 χαρακτηρισμένες αρχαιολογικές θέσεις, σύμφωνα με Προεδρικό Διάταγμα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 23/12/1992 .
Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής μας ήταν Πελασγοί, με αρχαιολογικά ευρήματα τους , στην θέση Βούντιμα και Μαζαρέκα Σκούρτων .
Διαπιστώσεις του άλλες ήταν, ότι η περιοχή δεν έχει αλλάξει μορφή για περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια . Επίσης ότι το οροπέδιο , ποτέ δεν ήταν λίμνη λόγω των πολλών σπηλαιοβάραθρων και ακόμη ότι αυτό, ήταν απέραντο δάσος από δρυς με πολύ πυκνή βλάστηση.
Πανακτία ονομαζόταν η "εν μεθοριοις της Αττικής και Βοιωτίας" - περιοχή του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων , από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας . Από τους Κλασικούς χρόνους μέχρι τα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας η περιοχή ανήκε στους Αθηναίους, με το περίφημο κάστρο της Πανάκτου που δέσποζε πάνω σε κωνοειδή λόφο με σπουδαία Γεωγραφική και στρατηγική θέση , βόρεια της Ελευσίνας και νοτιοανατολικά των Θηβών , με γύρω του διάσπαρτους πολλούς οικισμούς .
Η επικράτεια του οποίου έφτανε από την Φυλή στα Αιγόσθενα , διαμέσου ενδιάμεσων Φρουρίων όπως της Οινόης των Ελευθερών και άλλων μικρότερων και ήταν από τα κύρια αιτία της Διαμάχης μεταξύ Αθήνας και Θήβας κατά τον 1ο και 2ο Πελοποννησιακό πόλεμο όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης.
Οι κάτοικοί της Πανακτίας σύμφωνα με τον Κούρτιο (τομ. Α, σελ 171 ) ήταν Ίωνες στην καταγωγή .
Το Πάνακτο φαίνεται ότι είναι έργο προϊστορικών εποχών που επισκευάστηκε πολλές φορές και που έχει ίχνη από το πέρασμα πολλών αιώνων .
Στην θέση αυτή σώζονται σήμερα ορατά και σε αρκετό ύψος τα ερείπια ακρόπολης κλασσικών χρόνων , με τα τείχη της . Από τα σημαντικότερα ευρήματα των ερευνών του καθηγητή κ. ΜΑΝ εκεί ήταν μαρμάρινο κεφάλι του Δία , επιτύμβιες μαρμάρινες ανάγλυφες πλάκες ,αρχαία νομίσματα κλασσικής περιόδου και επίσης σε ανασκαφές φάνηκαν θεμελιώσεις Ναού αφιερωμένου στον Ερμή .
Το Πάνακτο συνδεόταν δια μέσου αρχαίας οδού , τμήμα της οποίας σώζεται σήμερα σε αρκετό μήκος , με τα πολίσματα Καρυνόκαστρο (η κάστρο Ντελέρα ) και Κοκκίνη .
Το 1100 οι Θηβαίοι επιχειρούν να το καταλάβουν , αναχαιτίζονται όμως από του Αθηναίους, στο πόλισμα Μελαινές νότια του Πανάκτου και εκεί σκοτώνεται ο Βασιλιάς τους Ξάνθος , από τον Βασιλιά τον Αθηναίων Μέλανθο , για την μάχη αυτή , ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Ξάνθος δολοφονήθηκε με δόλιο τρόπο από τον Ανδρόπομπο .
Το Πάνακτο έμεινε στα χέρια των Αθηναίων μέχρι το 422 όταν καταστράφηκε με δόλο από τους Θηβαίους και το οροπέδιο περιήλθε για λίγο στην κατοχή τους . Το 421 , με την Νίκεια Συνθήκη , Θηβαίοι το παρέδωσαν κατεστραμμένο στους Αθηναίους , με την πρόφαση ότι ανάμεσα τους είχαν γίνει όρκοι να μην ανήκει το μέρος αυτό σε κανέναν αλλά να το διαχειρίζονται από κοινού (Θουκιδίδης 5.42.1) .
Το 404 π.χ ο Αθηναίος Στρατηγός Θρασύβουλος που ήταν εξόριστος στην Θήβα διέσχισε το οροπέδιο της Πανακτίας και κατέλαβε το φρούριο της Φυλής και κατέλυσε την τυρανία των τριάντα στην Αθήνα.
Με την Ρωμαϊκή όμως κυριαρχία στην συνέχεια, η Πανακτία προσαρτήθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Τανάγρας.
Οι αρχαίες Μελαινές ήταν οχυρωμένος δήμος στα Σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, Βρισκόταν λίγο νοτιότερα του Πανάκτου , οι κάτοικοι του οποίου ονομάζονταν Μελαινείς . Η θέση του προσδιορίζεται πλησίον της περιοχής της Μονής του Οσίου Μελετίου και ανήκαν αρχικά στην Αντιοχίδα και κατόπιν στην Πτολαιμαίδα Φυλή.
Τα Δερβενοχώρια ακολούθησαν την τύχη της Βοιωτίας κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, τους Ρωμαϊκούς , Ενετικούς ,Φράγκικους, Καταλανικούς και Τούρκικους χρόνους.
Στην εποχή των Καταλανών το 1372 με πρωτοβουλία του Καταλανου Δούκα των Αθηνών Ραμον ντε Βιλανοβα η περιοχή εποικίστηκε με χριστιανούς αρβανίτες προερχόμενους από την αρχαία ελληνική αποικία Αρβανον που βρίσκεται στην Νοτιοδυτική πλευρά της βαλκανικής χερσονήσου
Το 1460 στην Βοιωτία κυριάρχησαν οι Οθωμανοί ,τα Δερβενοχώρια ήταν η μοναδική περιοχή που κατάφερε ύστερα από σκληρές συγκρούσεις με τους Τούρκους , πρώτη στον Ελλαδικό χώρο πριν ακόμη από το Σούλι και την Μάνη , όπως αναφέρεται στην Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας του Γεωργ. Τσεβα και επιβεβαιώνεται από τον Βοιωτό καθηγητή της Νεώτερης Ιστορίας κ. ΧΡΗΣΤΟΥ , κατάφερε μετά από συγκρούσεις και μάχες να πετύχει από τον Σουλτάνο καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης , προνόμιο μοναδικό , γι αυτό και τα χωριά μας ονομάσθηκαν Ελευθεροχώρια
Ο σουλτάνος με φιρμάνι του 1090 έτους εγίρας , αναγνώρισε τους Δερβενοχωριτες κυρίους και Ιδιοκτήτες της γης και των Δασών που περιβάλλονταν, τα οποία από τότε κατείχαν και ενεμονταν ( γι αυτό και εξαιρέθηκαν κατά την εθνική διανομή με την επανασύσταση του κράτους ) , έδωσε ακόμη δικαίωμα αυτοδιοικήσεως με Δημογεροντία και δικαίωμα οι Δερβενοχωρίτες να διατηρούν ένοπλο σώμα -στρατό ώστε να προφυλάσσουν την διάβαση "Δερβένια".
Η χαρισματικη φυσιογνωμία που δέσποσε όχι μόνο στα Δερβενοχώρια αλλα και στην ευρύτερη περιοχή της Στερεάς Ελλάδας – ήταν ο Αθανάσιος Σκουρτανιώτης (1793 -1825) ο οποίος είχε μυηθεί από νωρίς στην Φιλική Εταιρία και ήταν Πολιτικός και Στρατιωτικός διοικητής της αυτονόμου αυτής περιοχής στα χρόνια του αγώνα . Στις 10 Απριλίου 1821 ύψωσε την σημαία της επανάστασης εκ των πρώτων οπλαρχηγών της Ρούμελης , μάχεται με τον Διάκο στην Λειβαδιά και της 26 Απριλίου, με τους Οπλαρχηγούς Κων. Σκουρτανιώτη. Γεωργ.Σκουρτανιώτη, Κων. Βογγλη από τα Σκούρτα , Κων. Γκέλη από την Πύλη και Χατζημελέτη Βασίλειο από την Φυλή υπό την αρχηγία του Δήμου Αντωνίου από Λιβαδειά κυρίευσαν την Αθήνα και πολιόρκησαν τους τούρκους στην Ακρόπολη.
Στα μέσα του Ιουνίου του 21 μάχεται στα στενά της Κάζας μαζί με τον Νικηταρά κατά του Τούρκου πασά Ομέρ Βρυώνη . Στα τέλη Ιουνίου ο Σκουρτανιώτης μάχεται στα προ της Χαλκίδας στενά κατά του Μπερκόφ Σαλη και του Ομέρ Πασά . Την 25 Ιουνίου στη θέση Ταμπούρι Πύλης μάχεται κατά των στρατευμάτων του Μεχμέτ Κιοσέ Πασά υπό τον Κιαμήλ Μπέη με σημαντική νίκη των Δερβενοχωριτών και τρακόσιους νεκρούς από την πλευρά των Τούρκων.
Έλαβε ενεργό μέρος και το δεύτερο , τρίτο και τέταρτο έτος του αγώνα και η συμβολή του στην απελευθέρωση της πατρίδα ήταν καταφανής , "ο Καπετάν Θανάσης με διαλεχτούς από την Φήβα δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν από εκεί και κάτω", θα πει για αυτόν, στα απομνημονεύματα του ο Στρατηγός Μακρυγιάννης μεταξύ άλλων αναφορών του.
Διεξήγαγε συστηματικό, διαρκή και αμείλικτο πόλεμο κατά των τούρκων της Θήβας και της Χαλκίδας , διαλύοντας τους τις εφοδιοπομπές και τα αποσπάσματα τους που κατευθύνονταν προς τον Μωρία.
Με το βαθμό του Αντιστράτηγου , προδομένος από τις εσωτερικές έριδες Στρατιωτικών – Πολιτικών, μαχόμενος ηρωικά άφησε την τελευταία του πνοή μαζί με άλλους 70 συμπολεμιστές του με το Θρυλικό ολοκαύτωμα του , στην Αγία Σωτήρα Μαυροματίου Θηβών την 26 Οκτωβρίου 1925 , δίδοντας λαμπρό παράδειγμα στις επερχόμενες γενεές με την αυτοθυσία του.
O γενναίος αυτός αγωνιστής που δεν έχει βρει ακόμη την θέση που του αξίζει στην ιστορία , έπεσε θύμα των ερίδων μεταξύ των Στρατιωτικών και Πολιτικών , μετά και τον θάνατο του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην περιοχής της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας , του οποίου κλήθηκε να καλύψει το κενό , δεν κατάφερε όμως να συγκροτήσει έγκαιρα στρατό για τον προηγούμενο λόγο , και έδωσε την προδιαγεγραμμένη για το τέλος της μάχη στο Μαυρομάτη της Βοιωτίας όπου έπεσε μαχόμενος με εβδομήντα άλλους Βοιωτούς απέναντι σε υπεράριθμους , σαν άλλος Λεωνίδας στις Θερμοπύλες.
Με την αυτοθυσία του αυτή έδωσε χρόνο στους αγωνιστές του Μωρια να ανασυνταχθούν και ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν, καθώς οι απώλειες τους από την μάχη ήταν μεγάλες , με πάνω από οκτακόσιους νεκρούς , με την αυτοθυσία του αυτή έδωσε ακόμη σπουδαίο και ανεπανάληπτο μήνυμα ενώνοντας όλους τους άλλους διαιρεμένους από τις ίντριγκες Βοιωτούς οπλαρχηγούς .
Τον Στρατηγό διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Γεώργιος ο οποίος ανεδείχθη άξιος και εφάμιλλος του.
Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με τον Καραϊσκάκη τον Κριεζώτη και τον Υψηλάντη ,όπως στο Φάληρο το Μαρτίνο και το Μεσοβούνι Χαλκίδας και αλλού, "μόνο το ταμπούρι του Σκουρτανιώτη άντεξε θα πει και γι αυτόν ο Μακρυγιάννης στην πολιορκία της Ακρόπολης και στο Φάληρο".
Στην ιστορική μάχη της Πέτρας, κατά μαρτυρίες Ιστορικών όπως του Κόκκινου και του Παπαρηγοπουλου στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και του Κοσομούλη στα Ενθυμήματα του , πολέμησε με τον βαθμό του πεντακοσίαρχου και κατέλαβε την πιο δύσκολη θέση όπου και δέχθηκε τον κύριο όγκο της επίθεσης των Τούρκων , η θέση του ήταν η μόνη που άντεξε στις επιθέσεις των εχθρών και όταν όλες οι θέσεις έσπασαν και άρχισε η υποχώρηση, επί δυόμισι ώρες πολέμησε ηρωικά μαζί με τους Δερβενοχωριτες και Ταναγραίους και με την βοήθεια του Υψηλάντη, Κριεζώτη , Διοβουνιώτη οι οποίοι βλέποντας την γενναία αντίσταση των , προσέτρεχαν με τα εφεδρικά τμήματα της μάχης, σφράγισε την νίκη και το τέλος του Πολέμου το 1829 με την Ιστορική συνθήκη. Με την συγκρότηση τακτικού Στρατού υπηρέτησε ως υπασπιστής του Όθωνα , αρνήθηκε όμως να πολεμήσει τον Κριεζώτη κατά την διάρκεια του εμφυλίου που ξέσπασε μετά την επανάσταση, έπεσε σε δυσμένεια και αποσύρθηκε στα κτήματα του που του δόθηκαν ως πολεμική αποζημίωση στον Ωρωπό, όπου και διετέλεσε και Δήμαρχος
Οι Δερβενοχωρίτες βρέθηκαν πρωτοπόροι σε όλους ους Εθνικούς αγώνες όπως στην βαλκανική εποποιία (1912-1913) κατά τον πρώτο και δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο , την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922), τον Ελληνοιταλικο και Ελληνογερμανικο Πόλεμο καθώς στην αντίσταση κατά των Ναζί (1941-1944) και τον πόλεμο της Κύπρου 1974.
Εδώ, σε αυτά τα ελευθέρα περάσματα, στα μαρτυρικά αλλά και ηρωικά Δερβενοχώρια θα συγκροτηθεί η περίφημη Δευτέρα μεραρχία του ΕΛΑΣ με τον Καπετάν Ορέστη, η οποία θα διεξάγει αμείλικτη και αδιάκοπη αντίσταση κατά των γερμανών σε όλη την Αττικοβοιωτία.
Οι Δερβενοχωρίτες ήταν παρόντες και στην μάχη της Πύλης 16.17και 18-10-1943 γράφοντας με χρυσά γράμματα το όνομα τους στον αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών, όπου διακρίθηκε για το απαράμιλλο ήθος , το σθένος και ηρωισμό του ο Πυλιώτης Στέφας Μαλιάτσης , ο οποίος σαν άνθρωπος μιας άλλης εποχής, βγαλμένος μέσα από αρχαίες τραγωδίες, όντας πατέρας άνοιξε πυρ κατά των Γερμανών , οι οποίοι έφθαναν στο χωριό έχοντας βάλει ασπίδα τα παιδιά του, τα οποία είχαν προηγουμένως αιχμαλωτίσει, με αποτέλεσμα αυτά να βρουν τελικά τραγικό θάνατο , προέβαλε δε γενναία αντίσταση και οδήγησε τους Δερβενοχωριτες σε νίκη την πρώτη μέρα του αγώνα.
Οι τριήμερες μάχες που ακολούθησαν με την παρουσία και του ΕΛΑΣ στα Δερβενοχώρια, με τις τεράστιες απώλειες των Γερμανών περίπου 140 νεκροί, είχαν σα συνέπεια στην συνέχεια και ως αντίποινα να καούν από αυτούς, τα χωριά μας την 19/10/1943, γι αυτό και σε πολλούς τα μαρτυρικά χωριά μας, είναι γνωστά με την ονομασία "Καμένα χωριά".
Από το 1912 έως την κατοχή και την αντίσταση η προσφορά σε αίμα των Δερβενοχωρίων ήταν μεγάλη . Από τα Σκούρτα έπεσαν στα πεδία των μαχών η εκτελέστηκαν 42 άτομα, από την πύλη 47, την Στεφάνη 10 το πράσινο 9 και την Πάνακτο 5, συνολικά 113 Δερβενοχωρίτες.
Σήμερα οι Δερβενοχωρίτες περήφανοι για το παρελθόν τους , ατενίζουν με βεβαιότητα και αισιοδοξία το μέλλον, οραματιζόμενοι μια νέα προοπτική για τις επερχόμενες γενιές του 21 αιώνα.
Από το Ιστορικό αρχείο Μίχα Χρήστου του Ευαγγέλου
Ευνοστίδαι: Ήταν Αττικός Δήμος, που είχε επώνυμο τον θρυλικό Ταναγραίο ήρωα Εύνοστο. Ανήκε αρχικά στην Αντιγονίδα και αργότερα στην Πτολαιμαίδα Φυλή. Αναφέρεται σε κατάλογο των Δήμων της Αττικής του 229-200 π.χ και βρισκόταν βόρεια της Πάρνηθας , κοντά στην οδό του Απόλλωνος που περνούσε στην κοιλάδα του Ασωπού κοντά στην Τανάγρα.
Η θέση αυτή, όπως προσδιορίζεται, από τις διάφορες Ιστορικές πηγές , σε συνδυασμό πάντα και με τα σημερινά ευρήματα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, βρίσκεται εντός των Γεωγραφικών και Διοικητικών ορίων , της Τοπικής Κοινότητας Σκούρτων Δερβενοχωρίων , του νεοσύστατου Δήμου Τανάγρας και συγκεκριμένα στην θέση Μαζαρέκα.
Ο Ιστορικός Γεώργιος Τσεβάς στο Βιβλίο του η Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας (1926) αναφέρει το πόλισμα αυτό ως Ευνοσιδαις , πιθανόν από παράφραση της λέξης και το τοποθετεί, στην ίδια περιοχή και ειδικότερα σε απόσταση μίας ώρας περίπου από τα Σκούρτα, στις παρυφές της βουνοκορφής Πυργάρι, όπου βρίσκονται και τα ερείπια αρχαίου πύργου (φρουρίου), σε ύψος 736μ. Δηλαδή στην βορειοδυτική πλευρά της Πάρνηθας, κοντά στην Αρχαία Τανάγρα, ανατολικά και Βόρεια των Δερβενοχωρίων πολύ κοντά στα σύνορα με την Αττική (Μαυρόρεμα) και στα Βόρεια του Πύργου αυτού, όπου πράγματι σύμφωνα και με νεότερες έρευνες της Αρχαιολογικής υπηρεσίας και του Πανεπιστήμιου STANFORD USA , σώζονται ερείπια οικισμού κλασικών χρόνων.
Είναι γνωστό ότι εξω από την πόλη της Τανάγρας μεταξύ πολλών άλλων σπουδαίων μνημείων και Ιερών , υπήρχε το τέμενος του Αχιλλέα και ηρώο του Ευνόστου. Ο Παυσανίας επαινούσε τον τρόπο με τον οποίο οι Ταναγραίοι είχαν διατάξει τα Ιερά τους λέγοντας ότι από όλους τους Έλληνες ,…. οι Ταναγραίοι είχαν κανονίζει "καλύτερα τα των θεών", επειδή είχαν κτίσει τους ναούς τους , Ψηλότερα από την Πόλη , "εν τόπο καθαρώ και εκτός των ανθρώπων".
Ο Ευνοστος ήταν Μυθικός ήρωας του Δήμου των Ευνοστιδών και κατ’ άλλους δαίμονας, γιος του Ελιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν ιδίως στην Τανάγρα ως προστάτη των Ποντοπόρων από τις τρικυμίες (πράγμα που εξηγεί και το όνομά του, καλή επιστροφή), αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Για τον Ευνοστο παραδίδει ο Πλούταρχος που αντλεί τις πληροφορίες του από την ποιήτρια Μύρτιδα από την Ανθηδόνα, η οποία υπήρξε και δασκάλα του Πινδάρου ότι επειδή ο ήρωας Έυνοστος ανατράφηκε από την νύμφη Ευνόστη, πήρε από εκείνη το όνομά του. Ήταν ωραίος, δίκαιος, αυστηρός, ζούσε με σωφροσύνη και εγκράτεια και δεν ανταποκρινόταν στον παράφορο έρωτα της κόρης του Κολωνού και εξαδέλφης του Όχνας, η οποία για να τον εκδικηθεί, κατήγγειλε στους αδελφούς της Έχεμο, Λέοντα , Βουκόλο, ότι εκείνος αποπειράθηκε να την βιάσει. Τα αδέλφια της οργίστηκαν και μετά από παρότρυνση της Όχνας, έστησαν ενέδρα στον νεαρό Ευνοστο και τον σκότωσαν. Όταν όμως αποδείχθηκε η αθωότητά του, καθώς η Όχνα μετάνιωσε για την πράξη της και αποκάλυψε την αλήθεια στον πατέρα του Ευνόστου, ο οποίος πληροφόρησε με την σειρά του τoν Κολωνό, η Όχνα αυτοκτόνησε, πέφτοντας από Βράχο και τα αδέλφια της καταδικάστηκαν να ζουν αιώνια κυνηγημένοι, φεύγοντας μακριά από την πατρίδα τους.
Οι Ταναγραίοι τιμώντας την αρετή του Ευνόστου του έστησαν ηρώο και το περιέβαλαν με άλσος. Το τέμενος αυτό έμεινε άβατο και απροσπέλαστο για τις γυναίκες. Μάλιστα όταν είχαν σεισμούς , ανυδρία η θεομηνίες οι Ταναγραίοι απορούσαν και αναζητούσαν μήπως κάποια γυναίκα είχε ξεφύγει από την προσοχή των φυλάκων και είχε πλησιάσει το άλσος του . Πίστευαν επίσης , ότι επιφανείς άντρες , είχαν συναντήσει τον Ευνοστο να πηγαίνει προς την θάλασσα για να πλυθεί (λουστεί) προκειμένου να εξαγνιστεί , επειδή κάποια γυναίκα είχε μπει στο τέμενος του και το είχε μολύνει. Την παράδοση την σχετική με τον Ευνοστο την αναφέρει εκτός από τον Πλούταρχο και ο Διοκλής ο Πεπαρήθιος , στο έργο του Περί Ηρώων.
Οι Αρχαίες Ευνοστίδαις σε συνδυασμό πάντα με τις πηγές που προσδιορίζουν την θέση της και με τα σημερινά ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης, ταυτίζονται με τις Ευνοσίδαις που αναφέρει ο Τσεβάς και η αναμφισβήτητη θέση της , κατά πλήρη ακολουθία και αντιστοιχία όλων των στοιχείων είναι η σημερινή Μαζαρέκα με την απέραντη θέα στην Ταναγραική γή και τον Ευβοϊκό κόλπο , αναδεικνύοντας έτσι περίτρανα και την Ιστορική σχέση, στους αιώνες, των Δερβενοχωρίων με την Τανάγρα.
Από το Ιστορικό αρχείο Μίχα Χρήστου του Ευαγγέλου
Σκάμανδρος: O Ποταμός Σκάμανδρος βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της Βοιωτίας , πηγάζει από την Διοικητική περιοχή της Τοπικής Κοινότητας Σκούρτων Δερβενοχωρίων του Δήμου Τανάγρας και εκβάλει στον Ασωπό Ποταμό . Η διαδρομή του είναι περίπου 15 Χιλιόμετρα και αποτελεί το φυσικό όριο των Τοπικών Κοινοτήτων Κλειδίου και Αγίου Θωμά .
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι ,ότι είναι χειμαρρώδεις , βουερός με απότομες και ψηλές όχθες και οχυρωμένος και στα δύό του άκρα .
Στις πηγές του στην θέση Καστρί σε υψόμετρο 500 μέτρων περίπου σώζονται ερείπια οχυρωματικού περιβόλου πρωτοελλαδικών χρόνων και λείψανα κατοίκησης νεολιθικών και κλασσικών χρόνων . Στην εκβολή του που υπάρχει λόφος Καστρί με υψόμετρο που οι κατακόρυφες πλαγιές ανατολικά και νοτιοδυτικά καταλήγουν στον Σκάμανδρο και Ασωπό Ποταμό .
Στην κορυφή του λόφου σώζονται ερείπια οχυρωματικού περιβόλου και ορατά θεμέλια αρχαίων κτιρίων . Η εκσκαφή υδαταγωγού της ΕΥΔΑΠ στην νοτιοδυτική πλαγιά του Λόφου έφερε στο φως ένα αξιόλογο κομμάτι από την Ιστορία της περιοχής . βρέθηκαν αναλληματικός τοίχος και διάσπαρτες κατοικίες ρωμαϊκής εποχής . Για την κατασκευή των κατοικιών έχει χρησιμοποιηθεί αρχαίο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση ως και τμήματα από σπονδύλους κιόνων δωρικού ρυθμού . Κάτω από τον αναλληματικό ρωμαϊκό τοίχο και σε βάθος δυο μέτρων περίπου , υπάρχουν λείψανα αρχαϊκής περιόδου .
Σε αυτήν την θέση κάνει λόγω ο Ιστορικός Γεώργ. ΤΣΕΒΑΣ ότι είναι η θέση του αρχαίου πολίσματος Ελέων και όχι στον Ελαιώνα , γιατί αν βρισκόταν εκεί , ο Παυσανίας που πέρασε από την Τανάγρα, πηγαίνοντας στην Χαλκίδα , θα αναφερόταν στον Ελεωνα όπως κάνει λόγω στην περίπτωση του Τευμησσού , του Γλίσαντα , του Άρματος και της Μυκαλλησού που συνάντησε στον δρόμο του .
Ο Πλούταρχος αναφέρει ακόμη: "Πόθεν εν τη Βοιωτία περί τον Ελέωνα ποταμός Σκάμανδρος οναμάσθη"και λέει μετά Δηίμαχος Έλέωνος υιός , έταιρος ων Ηρακλεους , μετέσχε της επί Τροίαν Εκστρατείας …. Εκεί σκοτώθηκε πάνω στην μάχη . Μετά τον θάνατό του η Ερωμένη Γλαυκία , κόρη του Σκάμανδρου , η οποία είχε μείνει έγκυος από την σχέση της με τον Δηηίμαχο , κινδύνευσε να χαθεί . Από λύπη και για να μην χαθεί το έπος του Δηίμαχου , ο Ηρακλής την πήρε στα πλοία του , όπου εκείνη γέννησε υιό . Όταν έφτασε στην Βοιωτία την παρέδωσε στον Ελέωνα . Το παιδί ονομάσθηκε Σκάμανδρος και έγινε βασιλιάς της Χώρας . Από αυτόν μετονομάσθηκε και το παρακείμενο ποτάμι από Ίναχος σε Σκάμανδρο , ενώ το κοντινό του ρέμα πήρε το όνομα της μητέρας του Γλαυκίας και η γειτονική Κρήνη ονομάσθηκε Ακιδούσα από την σύζυγό του .
Από το Ιστορικό αρχείο Μίχα Χρήστου του Ευαγγέλου
Σπηλαιολογικές έρευνες στο οροπέδιο των Σκούρτων
Στην περιοχή των Δερβενοχωρίων, εξαιτίας της σύστασης του υπεδάφους της, που αποτελείται κυρίως, από ασβεστολιθικά πετρώματα, που ευνοούν τον σχηματισμό σπηλαίων, συναντά κανείς πάνω από 25 σπήλαια, σπηλαιοβάραθρα και καταβόθρες, τα οποία κατά την άποψη μου, πέραν της μοναδικής, φυσικής ομορφιάς τους, χρήζουν περαιτέρω επιστημονικού ενδιαφέροντος και προστασίας, από τις αρμόδιες εφορείες τουΥπουργείου Πολιτισμού και θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις, να αναδειχθούν και να αξιοποιηθούν και τουριστικά, αποτελώντας πόλο έλξης, για λάτρεις τις σπηλαιολογίας, φυσιολάτρες, κλπ. Κατά γενική ομολογία ακόμη, τα σπήλαια αποτελούν σημαντικό κομμάτι του περιβάλλοντος και έχουν άμεση σχέση με την ποιότητα Ζωής, καθώς τις περισσότερες φορές σχετίζονται με το υπόγειο νερό, που αντλείται, με τις γεωτρήσεις για ύδρευση και για άρδευση. Τα κυριότερα στην περιοχή των Σκούρτων είναι, το γνωστό από την αρχαιότητα Σπήλαιο, στο Πυργάρι και η μεγάλη καταβόθρα βόρεια του οροπεδίου των Σκούρτων, η οποία απορροφάει το 80% περίπου των όμβριων υδάτων του Οροπεδίου.
Η παράδοσημας θέλει τα νερά της να χύνονταν στην θάλασσα και συγκεκριμένα στον Ωρωπό, υπάρχουν όμως και άλλα μικρότερα όπως για παράδειγμα: το σπήλαιο -βάραθρο , βόρεια του όρους Ρόκανι , που στα Χρόνια της Γερμανικής κατοχής χρησιμοποιήθηκε για αποθήκη τροφίμων, όπως και το σπήλαιο στο ύψωμα Μεσοράχη, επίσης το σπήλαιο Βάραθρο στην περιοχή "τσέπια Διπλού" το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη πυρομαχικών από τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ, το σπήλαιο "Γκλαβανιάς" το οποίο κατά μαρτυρία κτηνοτρόφων της περιοχής , σε δυσμενής καιρικές συνθήκες , βρίσκει καταφύγιο μεγάλος αριθμός ζώων (πάνω από διακόσια πρόβατα). Ακόμη το βάραθρο στην περιοχή "Περιστέρι" για το οποίο οι κάτοικοι λένε ότι το βάθος του δεν μπορεί να προσδιορισθεί, το σπήλαιο της "Ευλογιάς" στα όρια Σκούρτων με τον Ασπρόπυργο (κάτω πηγάδι) όπου πήγαιναν αρρώστους με μολυσματικές ασθένειες, στα βυζαντινά και Τούρκικα χρόνια , αρκετά μεγάλων διαστάσεων και επίσης πολλά άλλα ακόμη , διάσπαρτα σε όλη την έκταση του Οροπεδίου (Πύλη , Πάνακτος , Στεφάνη ) στις θέσεις Ταμπούρι , Χούνι , Σεσι, Κρέριζι, Μάλια Κουσαρι , Ασωπός , Μπέκα , Καμάρεζα , Γκούρεζα , Κουκούδι, Θράκες , Λακόμα , Κόκκινη Σπηλιά , Κάστρο Πανάκτου κλπ .
Η Καταβόθρα των Σκούρτων έχει εξερευνηθεί από την Άννα Πετρόχειλου και αναλυτική περιγραφή της , υπάρχει στο περιοδικό ΠΑΝ του 1951 σε άρθρο του Ιωάννη Πετρόχειλου , ειδικότερα μεταξύ άλλων αναφέρονται τα ακόλουθα << …Το στόμιο της καταβόθρας βρίσκεται σε ύψος 490 μέτρα περίπου πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης στα πόδια του Λόφου των Σκουρτων . Οι γεωγραφικές συντεταγμένες είναι 37 12 52 Β . Πλάτος και 10 Δ από του μεσημβρινού των Αθηνών . Τα τοιχώματα του στομίου είναι σε βράχο συμπαγή και λεία . Αμέσως κάτω από το στόμιο υπάρχει πτώση 13 μ περίπου κατακόρυφη . Μετά την πτώση συνεχίζεται υπόγεια κοίτη χειμάρρου απαράλλακτη σαν την επίγεια . Στα 56 μέτρα εις μήκος αριστερά η κοίτη έχει μία Λίμνη . Σε αυτήν την λίμνη το νερό διατηρείται το φθινόπωρο σε βάθος 0,5 μέτρων . Μετά από 9 μέτρα , υπάρχει πτώση 7 μέτρα . Μετά από 85 μέτρα από την πτώση , έχει δεύτερη λίμνη 5,5 επί 6,5 περ. τετρ. μέτρων επιφανείας και βάθους 1 μέτρου που κλείνεται στο μέσο με βράχο επικρεμάσμένο . Η λίμνη αυτή το καλοκαίρι περνιέται εύκολα γιατί το κεφάλι μπορεί να κρατιέται έξω από το νερό σε ένα σπάσιμο του κρεμασμένου βράχου . Τέλος μετά από 26 μέτρα από την δεύτερη λίμνη που εκτείνεται σε μήκος 28 περίπου μέτρα , την εποχή της μεγάλης ξηρασίας ,στην λίμνη αυτή μόνο με βάρκα μπορεί κανείς να προχωρήσει γιατί φτάνει σε ορισμένα σημεία της , το βάθος 2 μέτρα περίπου και στον πυθμένα έχει πυλό που κολλούν πολύ τα πόδια.
Το σπήλαιο είναι ανοιγμένο σε συμπαγή κρητιδικό ασβεστολιθικό της Ζώνης Παρνασσού Γκιώνας . Το κοίλωμα διευθύνεται από την είσοδο προς το εσωτερικό σε σταθερή διεύθυνση προς Βορρά . Έχει σχήμα ενός τούνελ μήκους 200 μέτρων περίπου , που το δάπεδο του είναι σε βράχο γλυμμένο και σκεπασμένο κατά διαστήματα με κομμάτια πετρών , ίδια σαν του υποστρώματος μεγάλα και μικρά . Τα τοιχώματα του είναι κατακόρυφα και στο ύψος της οροφής του ως επί το πλείστον κυμαίνεται από 6 έως 10 μέτρα με μαχιμουμ 20 . Σταλλακτική ύλη υπάρχει ελάχιστη , μόνο στην περιοχή του τούνελ που συνδέεται 10 μέτρα ακριβώς , προ της δεύτερης λίμνης . Εκεί βρέθηκε και ένας μεγάλος κορμός δέντρου ακουμπισμένος 4 μέτρα πάνω από το δάπεδο σε μία προεξοχή βράχων . Ο κορμός φαίνεται ότι έφτασε εκεί πλέοντος στο νερό και όχι από την προς τα άνω του καπνοδόχου , γιατί η καπνοδόχος αυτή είναι στενή και έχει πολλές προεξοχές . Άλλωστε και η σταλλακτική ύλη που έχει ο καπνοδόχος δείχνει ότι δεν γίνεται σε αυτό το μέρος μεγάλη ροή νερού , όπως στο μεγάλο τούνελ της καταβόθρας που δεν έχει ούτε ίχνος σταλακτικής ύλης . Οι λίμνες έχουν σχηματισθεί από έμφραξη των σχισμών με λεπτόκοκκο ιλύ , όπως δείχνουν τα δείγματα που πάρθηκαν από αυτόν . Το νερό των λιμνών κατά πρόχειρο υπολογισμό δεν υπερβαίνει το τέλος του καλοκαιριού τα 150 κυβικά μέτρα. Η θερμοκρασία του αέρα στα πιο απομακρυσμένο από την είσοδο μέρος είναι 11 βαθμούς C, τέτοια είναι περίπου και θερμοκρασία του νερού της τελευταίας λίμνης . Η σχετική υγρασία είναι διαρκώς 100.
Η καταβόθρα των Σκούρτων έχει σχηματισθεί από την αποχετεύει των νερών του Νότιου μέρους του Οροπεδίου των Σκουρτων , μέσα από τις διακλασεις του ασβεστολίθου. Τούτο δείχνει η προς το μέρος αυτό γενική κλίση της όλης επιφάνειας της Νότιας Λεκάνης και ο σχηματισμός του επίγειου χειμάρρου που εκβάλλει στην καταβόθρα. Προς το παρόν τα νερά της λεκάνης φαίνεται ΄κανονικά να αποχετεύονται κατά αυτόν τον τρόπο, αφού η λεκάνη δεν πλημμυρίζει συχνά. Αλλά και το πλημμύρισμα του υπόγειου χειμάρρου ή των Λιμνών δεν φαίνεται πιθανόν κατά τον χειμώνα , γιατί στα τοιχώματα του εσωτερικού δεν υπάρχουν ίχνη καμιάς άλλης ανωτέρας στάθμης από την υπάρχουσα των σημερινών λιμνών . Η διοχέτευση των νερών τον χειμώνα γίνεται με παροδική υπερχείλιση των λιμνών ίσως από σίφωνες γιατί καμία διαφυγή του νερού της τελευταίας ιδίως λίμνης δεν παρατηρήθηκε κατά τις επισκέψεις της καταβόθρας στην αρχή και στο τέλος του καλοκαιριού . Η συνέχεια και η έξοδος της καταβόθρας φαίνεται να είναι προς Βορρά ένεκα της σταθερής γενικής διευθύνσεως αυτής.
Εάν υπολογίσουμε ως έξοδο το κοντινότερο τοπογραφικό κενό μεταξύ Λιάτανι και Χλεμποτσάρι αυτό απέχει πέντε χιλιόμετρα από την καταβόθρα . Εάν η κλίση της υπόγειας κοίτης εξακολουθήσει ίδια δηλαδή με 9% τα πέντε χιλιόμετρα θα φθάσει περισσότερο από 100 μέτρα χαμηλότερα από το χαμηλότερο μέρος του ανώτερου τοπογραφικού κενού . Με την ίδια σκέψη εάν η καταβόθρα έφτανε ως τον Ωροπό όπως υπάρχει διάχυτο στα Σκούρτα από παράδοση , με την ίδια κλίση θα έφτανε εκεί σε βάθος 2.000 μέτρων περίπου , κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας , αλλά και η μία λύση και η άλλη δεν είναι πιθανές : α) γιατί η διατήρηση των νερών μέσα στις λίμνες τις καταβόθρας δείχνει ότι οι βαθιές σχισμές του πετρώματος εύκολα είναι δυνατό να κλείσουν , αφού κλείνουν και εκείνες που βρίσκονται Ξηλότερα . και β) γιατί δεν δικαιολογείται βαθύ καρσυτ σε μέρος που δεν παρουσιάζονται μεγάλες κλίσεις βάραθρα , κλπ , ούτε στην καταβόθρα ούτε στις κοιλάδες – Cannon- , της περιοχής ούτε σε γνωστά άλλα σπήλαια μέσα σε αυτό πέτρωμα , επομένως η πιθανότερη έξοδος της καταβόθρας είναι προς Βορρά , κάπου στον Ασωπό ίσως κοντά στην Λιάτανι (Άγιος Θωμάς ) όπου παρουσιάζονται και κατά το καλοκαίρι ακόμη νερά .
Σπήλαιο καταβόθρα στα Σκούρτα, υδάτινες υπόγειες διαδρομές
«…Εμφανίστηκε μπροστά τους ένας πάρα πολύ κοντός άντρας που δεν τον είχαν ξαναδεί. Τους υπέδειξε τη θέση όπου θα έχτιζαν το χωριό, με τον όρο να δώσουν σε αυτό το όνομά του, κι εξαφανίστηκε! Μη γνωρίζοντας πως ονομάζεται ο κοντός άντρας, οι μελλοντικοί κάτοικοι των Σκούρτων, έδωσαν στο χωριό τη σημερινή του ονομασία, από τη λέξη "σκουρτ" που στα αρβανίτικα σημαίνει κοντός…»
Αφήνοντας τις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας προς τα δυτικά, στο μεγάλο οροπέδιο που σχηματίζεται εκεί, βρίσκονται μισοξεχασμένα τα Δερβενοχώρια. Διοικητικά ανήκουν στη Βοιωτία, και είναι ακριβώς στα σύνορα με την Αττική. Θεωρούνται αττική γη (Πάρνηθα), παρ’ όλο που τυπικά είναι ενταγμένα στο γειτονικό νομό.
Τα όμβρια ύδατα των ετήσιων βροχοπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή των Δερβενοχωρίων, αποστραγγίζονται στις καταβόθρες του οροπεδίου των Σκούρτων. Είναι φυσικές οδοί διαφυγής του νερού, που έχουν διανοιχθεί από τη διάβρωση στα πετρώματα που προκαλεί συνεχώς η ορμή των υδάτων. Την καλοκαιρινή περίοδο που οι βροχοπτώσεις παύουν, οι καταβόθρες μπορούν να είναι επισκέψιμες, αρκεί βέβαια να μην υπάρχουν πολλά νερά στο εσωτερικό τους. Είναι λοιπόν σπήλαια – φυσικοί αγωγοί ομβρίων υδάτων, που πολλές φορές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον περισσότερο λόγω του μεγάλου μήκους των διαδρομών των στοών τους, και λιγότερο για τους σταλακτιτικούς σχηματισμούς τους, αφού η συνεχής ροή του νερού δεν επιτρέπει πάντα τη δημιουργία διακόσμου.
Οι κάτοικοι της περιοχής βεβαιώνουν ότι υπάρχουν δεκάδες τέτοιες καταβόθρες διάσπαρτες στα χωράφια τους και στις βάσεις των λόφων που υψώνονται μέσα στο οροπέδιο, όπως ακριβώς συμβαίνει άλλωστε και στην περιοχή της αποξηραμένης λίμνης Κωπαΐδας. Τα νερά που μεταφέρουν τα ρέματα στη λεκάνη του οροπεδίου από τα γύρω βουνά, απομακρύνονται μέσω υπογείων διαδρομών προς τη θάλασσα.
Η μεγαλύτερη καταβόθρα του οροπεδίου βρίσκεται κοντά στο κανάλι του Μόρνου, στους πρόποδες του χαμηλού ασβεστολιθικού λόφου «Ρόκανι» και σε υψόμετρο 490 μ., δίπλα στο δρόμο που συνδέει τα χωριά Σκούρτα και Πύλη, δυτικά του πρώτου και κοντύτερα στο δεύτερο.
Η είσοδός της εντοπίζεται στο τέλος μιας μικρής ρεματιάς με πυκνή βλάστηση και κατεύθυνση προς τα ριζά του λόφου.
Στον επιφανειακό πυθμένα μιας σχετικά ρηχής τοπικής υδρολογικής λεκάνης, σχηματίζεται ένα ευρύχωρο άνοιγμα φυσικού πηγαδιού με κατακόρυφο βάθος 12 περίπου μέτρων.
Από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, τα νερά κυλούν προς το εσωτερικό, σχηματίζοντας καταρράκτη, γι’ αυτό και το σπήλαιο είναι απλησίαστο εκείνη την περίοδο.
Η καταβόθρα είχε εξερευνηθεί αρχικά (αρχές δεκαετίας '50) από την ομάδα του Ιωάννη και της Άννας Πετροχείλου σε μήκος 210 μ., οπότε και μια αναλυτική περιγραφή του πρώτου υπάρχει ως άρθρο στο περιοδικό «ΠΑΝ», Μαρτίου – Απριλίου του 1951.
Από το βυθό του πηγαδιού της εισόδου όπου κατεβαίνουμε με σχοινί και ειδικό εξοπλισμό κάθετης σπηλαιολογίας, σχηματίζεται φυσικό τούνελ με σχετικά μεγάλο ύψος (6, 8 έως 10 μέτρα) που φτάνει σε μερικά σημεία μέχρι και τα 20 μέτρα, ενώ σε κάποια άλλα υπάρχουν μεγάλες αίθουσες που έχουν σχηματίσει οι στροβιλισμοί του νερού.
Συγκρίνετε, στην επόμενη φωτογραφία, το ύψος της στοάς με το ύψος ενός ανθρώπου.
Η κοίτη του υπόγειου αυτού χειμάρρου οδηγεί αρχικά σε μια μικρή θολή λίμνη, μετά τα 55 πρώτα μέτρα.
Σημάδια της μέγιστης στάθμης του νερού που φτάνει μέχρι και τα τρία μέτρα, διακρίνονται καθαρά σε μερικές θέσεις της καταβόθρας. Στην παραπάνω φωτογραφία, έχει αποτυπωθεί εντυπωσιακά ευθυγραμμισμένη σε μια εντελώς ακανόνιστη επιφάνεια, στα τοιχώματα δύο διαφορετικών δωματίων.
Σε διάφορες εσοχές ψηλά στα τοιχώματα του τούνελ, υπάρχουν διαφόρων ειδών αντικείμενα που παρασύρονται από τα νερά, όταν βρίσκονται σε ψηλή στάθμη το χειμώνα.
Στα πρώτα μέτρα, υπάρχει κάποιος διάκοσμος, στα ενδότερα όμως θα συναντήσουμε πολύ περισσότερο!
Η κύρια διαδρομή της καταβόθρας, κατέληγε παλαιότερα -στα 350 μέτρα από την είσοδο- σε μια μεγάλη καθαρή βαθιά λίμνη, στο βυθό της οποίας υπήρχε σιφώνι (στενή υποβρύχια δίοδος) από όπου διέφευγαν τα νερά.
Από το σημείο εκείνο και μέσα από το σιφώνι, έχουν εξερευνηθεί ακόμη 150 μέτρα (Ν. Λελούδας).
Σήμερα όμως το νερό βρίσκεται σε υψηλότερη στάθμη, κι έτσι το επισκέψιμο μέρος της βασικής διαδρομής ολοκληρώνεται πολύ νωρίτερα, σε άλλο πλημμυρισμένο σημείο.
Υπάρχει όμως και μία δεύτερη λιγότερο γνωστή διακλάδωση, από την πρώτη λίμνη προς διαφορετική κατεύθυνση, την οποία είχαμε εντοπίσει πρώτη φορά πριν από τρία χρόνια σε επίσκεψη μαζί με το σπηλαιολόγο Θ. Ξανθόπουλο.
Ξεκινάει με μια απότομη στενή ανηφορική δίοδο, που στη συνέχεια έχει για λίγα μέτρα σταθερή κλίση και θυμίζει τεχνητά διανοιγμένη διατομή.
Στα τοιχώματα κατά μήκος των στοών της σχηματίζεται αξιόλογος σταλακτιτικός διάκοσμος, κάτι που φανερώνει ότι η ροή του νερού εδώ είναι ασθενέστερη.
Ο κλάδος αυτός, προκύπτει ότι είναι μάλλον τροφοδοτικός του βασικού, δηλαδή φέρνει νερό, καθώς οδεύοντας προς το τέλος του, ανεβαίναμε υψομετρικά, βρισκόμενοι κοντά στην επιφάνεια, κάτι που μαρτυρούσαν οι ρίζες που υπήρχαν στα τοιχώματα και την οροφή.
Εκτός από τα τοιχώματα, σχηματισμοί υπήρχαν επίσης και στο δάπεδο (γκουρ), όλα σε χρώμα καφέ, λόγω της λάσπης.Οι μεγάλες ποσότητες λάσπης που έχουν προκύψει από το νερό που στραγγίζεται στο εσωτερικό από την επιφάνεια, έντυναν όλες σχεδόν τις επιφάνειες, κάτι που έκανε την κίνησή μας δυσκολότερη.
Οι μεγάλες ποσότητες λάσπης που έχουν προκύψει από το νερό που στραγγίζεται στο εσωτερικό από την επιφάνεια, έντυναν όλες σχεδόν τις επιφάνειες, κάτι που έκανε την κίνησή μας δυσκολότερη.
Αρκετά δείγματα και λευκού διάκοσμου μας έκαναν να υποθέτουμε ότι αν δεν υπήρχε η λάσπη, τα πάντα θα ήταν κατάλευκα εδώ μέσα...
Κάποιες πολύ ιδιαίτερες στιγμές, σαν δώρα...
Η διαδρομή αυτή τελειώνει σε ένα δεκάμετρο πηγάδι, στο βυθό του οποίου υπάρχουν μικρές δίοδοι του νερού προς τα βαθύτερα, ενώ σε παραπλήσιες θέσεις βρίσκουμε και άλλα μικροσυστήματα πιο ρηχών πηγαδιών που επικοινωνούν μέσω οπών με άλλα προσβάσιμα σημεία του υπόγειου χώρου.
Άξιο λόγου είναι ένα μικρό παρακλάδι λίγο μετά το ξεκίνημα της διαδρομής αυτής, που καταλήγει ευθεία (η συνέχεια είναι στα αριστερά) στο χώρο μιας παραμυθένιας λίμνης με γαλάζια νερά, που έδειχνε στο τέλος της να συνεχίζει και σε διπλανό δωμάτιο, μέσα από χαμηλό πέρασμα. Το μέγιστο βάθος της φαινόταν να αγγίζει τα τρία μέτρα (απαιτούσε κολύμβηση για να τη διασχίσουμε) ενώ σε μήκος έφτανε τα δέκα μέτρα, στο πεδίο που εμείς βλέπαμε.
Στον ίδιο χώρο και σε χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο οδηγηθήκαμε από ένα κάθετο κατέβασμα, υπάρχει μία ακόμη μικρότερη λίμνη, με νερά της ίδιας διαύγειας με την πρώτη.
Σχετικά τώρα με την τοποθεσία όπου καταλήγουν τα νερά της καταβόθρας, υπάρχουν διάφορες απόψεις. Η τοπική παράδοση θέλει τα νερά να φτάνουν μέχρι τον Ωρωπό, μια απόσταση γύρω στα 25 χιλιόμετρα… Κατά το Ν. Λελούδα, τα πρώτα χρόνια των εξερευνήσεων, με ειδικές φωσφορούχες ουσίες που είχαν ρίξει στην είσοδο της καταβόθρας το χειμώνα, διαπίστωσαν ότι τα νερά έφταναν μέχρι τη Λάρυμνα, όπου έβγαιναν στην τοποθεσία Σκορπονέρια, εκεί που καταλήγουν πιθανά και νερά από κοντινότερες καταβόθρες.
Η τοποθεσία αυτή απέχει γύρω στα 45 (!) χιλιόμετρα από την είσοδο της καταβόθρας, μια απόσταση που είναι δύσκολο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, ο Ν. Νέζης αναφέρει ότι η καταβόθρα μετά από διαδοχικές πτώσεις και μικρές λίμνες, φαίνεται να έχει διέξοδο προς βορρά και σε απόσταση 5 χιλιομέτρων, μια απόσταση στην οποία όμως δεν υπάρχει ακτή. Μια ομάδα Άγγλων, που είχε καταδυθεί αρχές δεκαετίας του ’70 σε κάποια από τα σιφώνια της καταβόθρας, δε δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών της. Οι ντόπιοι αναφέρουν ότι οι δύτες έφτασαν μέχρι τον Ωρωπό, κάτι που δε μπορεί να ισχύει, οπότε η τοποθεσία της κατάληξης παραμένει ακόμη άγνωστη.
Τα σκουπίδια που παρασύρονται κάθε χειμώνα στο εσωτερικό της καταβόθρας των Σκούρτων είναι αρκετά. Το 2010 που την είχαμε ξαναεπισκεφτεί, ήταν οπωσδήποτε περισσότερα από όσα βρήκαμε τώρα. Να σημειωθεί επίσης, ότι το 2007 είχε πραγματοποιηθεί καθαρισμός της καταβόθρας με την εθελοντική συμμετοχή σπηλαιολόγων, οι οποίοι είχαν μαζέψει τουλάχιστον 30 σακούλες σκουπίδια, 5 από το χώρο γύρω από την είσοδο, και πάνω από 25 μέσα από το σπήλαιο, για τις οποίες χρειάστηκαν πέντε δρομολόγια ως τη χωματερή, ενός αγροτικού που είχε διαθέσει τότε ο δήμος.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που τα σπήλαια χρειάζονται τη βοήθειά μας για να συνεχίσουν να στολίζουν τον υπόγειο κόσμο που συχνά επισκεπτόμαστε… Ας φροντίζουμε τουλάχιστον να τα διατηρούμε καθαρά.
Κείμενο, φωτογραφίες: Παναγιώτης Δευτεραίος
Δραστηριότητα: κάθετη και οριζόντια σπηλαιολογία
Συμμετείχαν: Αλέξανδρος Τσεκούρας, Ιωάννης Αθάνατος, Παναγιώτης Δευτεραίος
Πληροφορίες κειμένου: Μενέλαος Τσικλίδης, Αττική η μαγική γη (τόμος Β), Αθήνα 1999
Νίκος Νέζης, Τα βουνά της Αττικής, Αθήνα 1983
Νίκος Λελούδας, Εξερευνώντας την υπόγεια Ελλάδα (τόμος Α), Αθήνα 2005
ΟΡΕΙΝΟΣ (http://orinadervenoxoria.blogspot.gr/)
Πηγή: ΑΣΤΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΓΙΑ
Πάνακτο
Το Πάνακτο ήταν σημαντικό αρχαίο Αθηναϊκό οχυρό στην περιοχή της δυτικής Πάρνηθας. Έλεγχε μία από τις κύριες ορεινές διαβάσεις από την Αττική προς τη Βοιωτία. Την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, στη φάση του Αρχιδάμειου πολέμου, καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες και τους Βοιωτούς, αλλά επιστράφηκε στους Αθηναίους το 421 π.Χ. καθώς ήταν ένας από τους βασικούς όρους της ειρήνης του Νικία. Για τη θέση του υπήρξε διαμάχη μεταξύ των ιστορικών. Μία άποψη το συνδέει με το Γυφτόκαστρο που διασώζεται σε καλή κατάσταση στην περιοχή των Ελευθερών, αλλά η επικρατέστερη άποψη το τοποθετεί στην περιοχή του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων ανάμεσα στα χωριά Πάνακτο και Πράσινο. Σε ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή των Δερβενοχωρίων, κοντά στο χωριό Πράσινο, τη δεκαετία του 1980 βρέθηκε επιγραφή που ταυτίζει το αρχαίο φρούριο με τη θέση αυτή, δίνοντας λύση στη διαμάχη. Πανακτία ονομαζόταν η περιοχή του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, ανήκε στην Αθήνα. Με την Ρωμαϊκή κυριαρχία προσαρτήθηκε στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Τανάγρας. Το οροπέδιο με το κάστρο της Πανάκτου, υπήρξε αιτία διαμάχης για την επικράτηση μεταξύ Αθηνών και Θηβών για πολλούς αιώνες και το 420 π.Χ. με δόλο το κατέλαβαν οι Θηβαίοι και κατέστρεψαν το κάστρο.